- νικητικός
- νικητικός, -ή, -όν (ΑΜ) [νικητής]αυτός που μπορεί να νικήσει ή αυτός που οδηγεί σε νίκη, ο νικηφόρος («ἐνεργῶς δέ, ἂν τὴν παρασκευὴν ὁρᾷ νικητικὴν οὖσαν, μαχεῑται», Ξεν.)μσν.αυτός που εξυμνεί κάποια νίκηαρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ νικητικόνη χαρά τής νίκης2. (το ουδ. υπερθ. ως ουσ.) τὸ νικητικώτατονο πιθανότερος τρόπος να νικήσει κάποιος.επίρρ...νικητικῶς (ΑΜ)με νικηφόρο τρόπο, θριαμβευτικά («παρέστης τῷ Δεσπότῃ... νικητικῶς στεφανούμενος», Μηναί.).
Dictionary of Greek. 2013.