νικητικός

νικητικός
νικητικός, -ή, -όν (ΑΜ) [νικητής]
αυτός που μπορεί να νικήσει ή αυτός που οδηγεί σε νίκη, ο νικηφόρος («ἐνεργῶς δέ, ἂν τὴν παρασκευὴν ὁρᾷ νικητικὴν οὖσαν, μαχεῑται», Ξεν.)
μσν.
αυτός που εξυμνεί κάποια νίκη
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ νικητικόν
η χαρά τής νίκης
2. (το ουδ. υπερθ. ως ουσ.) τὸ νικητικώτατον
ο πιθανότερος τρόπος να νικήσει κάποιος.
επίρρ...
νικητικῶς (ΑΜ)
με νικηφόρο τρόπο, θριαμβευτικά («παρέστης τῷ Δεσπότῃ... νικητικῶς στεφανούμενος», Μηναί.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νικητικός — νῑκητικός , νικητικός likely to conquer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητικά — νῑκητικά , νικητικός likely to conquer neut nom/voc/acc pl νῑκητικά̱ , νικητικός likely to conquer fem nom/voc/acc dual νῑκητικά̱ , νικητικός likely to conquer fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητικῶν — νῑκητικῶν , νικητικός likely to conquer fem gen pl νῑκητικῶν , νικητικός likely to conquer masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητικόν — νῑκητικόν , νικητικός likely to conquer masc acc sg νῑκητικόν , νικητικός likely to conquer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητικώτατον — νῑκητικώτατον , νικητικός likely to conquer masc acc superl sg νῑκητικώτατον , νικητικός likely to conquer neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητικαί — νῑκητικαί , νικητικός likely to conquer fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητικοῖς — νῑκητικοῖς , νικητικός likely to conquer masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητικοί — νῑκητικοί , νικητικός likely to conquer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητικοῦ — νῑκητικοῦ , νικητικός likely to conquer masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητικούς — νῑκητικούς , νικητικός likely to conquer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”